- Ἡλιοτροπίων
- Ἡλιοτρόπιονheliotropeneut gen plἩλιοτρόπιοςmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
HELIOTROPIUM — I. HELIOTROPIUM Thessaliae urbs. Polyb. II. HELIOTROPIUM flos, trerâ editus parelius videtur: Minime certe quidem ambigas, Naturam, illud dum moliretur, direxisse manum et opus exegisse ad exemplum Regis astrorum; et floribus dare dum voluit… … Hofmann J. Lexicon universale
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek